Μονοδίκλητος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μ
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μονοδίκλητος (ο) |etymologia=από το «μόνο» και «δικλώ» δηλ. «στρέφω το βλέμμα μου» |s...')
 
μ (Greeklish variables name replaced)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Μονοδίκλητος (ο)
   |acronym= Μονοδίκλητος (ο)
   |etymologia=από το «μόνο» και «δικλώ» δηλ. «στρέφω το βλέμμα μου»
   |etymology_gr=από το «μόνο» και «δικλώ» δηλ. «στρέφω το βλέμμα μου»
   |simasiologia= αυτός που έχει επίμονα το βλέμμα του σε μια ορισμένη κατεύθυνση, λόγω κάποιας αρρώστιας ( ψυχολογικής κ.λπ) ή διότι αναμένει κάτι με ανυπομονησία
   |semantics_gr= αυτός που έχει επίμονα το βλέμμα του σε μια ορισμένη κατεύθυνση, λόγω κάποιας αρρώστιας ( ψυχολογικής κ.λπ) ή διότι αναμένει κάτι με ανυπομονησία
   |proelefsi=
   |priority_gr=
}}
}}


3.467

επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης