3.467
επεξεργασίες
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Πόξυλος (ο) |etymologia=από το «από+ξύλο» δηλ. σκληρός σαν το ξύλο και «ποξυλιανίσκω»...') |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Πόξυλος (ο) | |acronym= Πόξυλος (ο) | ||
| | |etymology_gr=από το «από+ξύλο» δηλ. σκληρός σαν το ξύλο και «ποξυλιανίσκω» = γίνομαι ξηρός σαν το ξύλο (από το κρύο) | ||
| | |semantics_gr= αυτός που έχει ακαμψία, είναι νεκρός. Επίσης και για τους μύες όταν πιαστούν και είναι δύσκολο να κινούνται. | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
επεξεργασίες