Σάψαλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μ
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σάψαλος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σ...')
 
μ (Greeklish variables name replaced)
 
(2 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Σάψαλος (ο)
   |acronym=Σάψαλος (ο)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σημαίνει και «φλύαρος»
   |semantics= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος και o «φλύαρος»
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Γραμμή 12: Γραμμή 12:


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σημαίνει και «φλύαρος»
ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος και o «φλύαρος»


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
3.467

επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης