Αλοιμματάριν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Αλοιμματάριν (το) | |acronym= Αλοιμματάριν (το) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγνώστου περιεχομένου. | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
Αναθεώρηση της 15:49, 18 Ιανουαρίου 2024
Αλοιμματάριν (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγνώστου περιεχομένου.
Παραδείγματα
«Είχα πίζιλην τζ̌αι επήα στην χολιάστραν τζ̌αι έ[δ]ωκεμ μου αλοιμματάριν να βάλλω στα μμάθκια μου».
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).