Αμπλέπω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Αμπλέπω | |acronym= Αμπλέπω | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= βλέπω | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
Αναθεώρηση της 15:49, 18 Ιανουαρίου 2024
Αμπλέπω |
---|
Ετυμολογία
από το αρχ. «εμβλέπω»
Σημασιολογία
βλέπω
Παραδείγματα
«Μπλέπει περίτου ο στραός που έναν μεθυσμένον», φρ. = Βλέπει καλύτερα ο τυφλός παρά ο μεθυσμένος, δηλ. ο τυφλός έχει ακόμα το μυαλό του και μπορεί να σκεφτεί σωστά, ενώ ο μεθυσμένος δεν έχει ούτε όραση ούτε σκέψη (Παύλος Λιασίδης).
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
μπλέπω
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).