Αρφαλοκόβκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Αρφαλοκόβκω | |acronym= Αρφαλοκόβκω | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= κόβω τον ομφάλιο λώρο στη διάρκεια της γέννας. Το «αφφαλόκομμαν», μεταφορικά, είναι το δώρο ή η πληρωμή που δίνει η μητέρα του βρέφους, στη μαία (μαμμού) | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
Αναθεώρηση της 15:50, 18 Ιανουαρίου 2024
Αρφαλοκόβκω |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
κόβω τον ομφάλιο λώρο στη διάρκεια της γέννας. Το «αφφαλόκομμαν», μεταφορικά, είναι το δώρο ή η πληρωμή που δίνει η μητέρα του βρέφους, στη μαία (μαμμού)
Παραδείγματα
«Έ[δ]ωκεν της μία τουζίναν αφκά αφφαλόκομμαν», φρ. «Κακόν χρόνον να 'σ̌ει που σ' αφφαλόκοψεν» (δηλ. κατάρα στη η μαμμή που σου έκοψε τον ομφάλιο λώρο).
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
αφφαλοκόβκω
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).