Βίλλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Βίλλα, (η) | |acronym= Βίλλα, (η) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= το πέος. | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
Αναθεώρηση της 15:51, 18 Ιανουαρίου 2024
Βίλλα, (η) |
---|
Ετυμολογία
από το λατινικό «villa» = προεξοχή.
Σημασιολογία
το πέος.
Παραδείγματα
«Έλα βιλλούιν μου να σε χαρώ»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Βίλλος (βιλλίν, το) είναι και το μικρό αρσενικό παιδί.
«Βιλλιάζω» = έρχομαι σε συνουσία, γαμώ.
Συνώνυμα
βίλλος (ο)= το πέος
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).