Βούκκα: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Βούκκα, (η) | |acronym= Βούκκα, (η) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= μάγουλο, γνάθος | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
Revision as of 15:52, 18 January 2024
Βούκκα, (η) |
---|
Ετυμολογία
από το Ιταλ. Bucca
Σημασιολογία
μάγουλο, γνάθος
Παραδείγματα
«Τ' αρρώστου βούκκα φαίνεται» = ο ασθενής φαίνεται από το πρόσωπο, με χλωμάδα και λεπτά μάγουλα. Λέγεται για τους κατά φαντασίαν ασθενείς που το πρόσωπό τους είναι υγιέστατο.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος
Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις