Γαρκαρίζω: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Γαρκαρίζω | |acronym= Γαρκαρίζω | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr=είμαι στο στρώμα για καιρό, από το «βαριά» και «γουργουρίζω» | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
Revision as of 15:53, 18 January 2024
Γαρκαρίζω |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
είμαι στο στρώμα για καιρό, από το «βαριά» και «γουργουρίζω»
Παραδείγματα
Και «βαρκαρισμένος» = αυτός που δεν μπορεί να μιλά ή να περπατά λόγω αδυναμίας. Η Πρωτοπαπά (Έθιμα της γέννησης...) λέει ότι είναι από τη «βάρκα του Άδη».
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Βαρκαρίζω
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις