Καρούτζ̌ιν: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρούτζ̌ιν (το) |etymologia= από το «καρουκάς» και το Τουρκ. Karuk (μούδιασμα) |simasiologia=...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Καρούτζ̌ιν (το) | |acronym= Καρούτζ̌ιν (το) | ||
| | |etymology_gr= από το «καρουκάς» και το Τουρκ. Karuk (μούδιασμα) | ||
| | |semantics_gr= το ατροφικό, ακίνητο και συμμαζεμένο σώμα, μετά από μακρά περίοδο ακινησίας | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
Revision as of 15:58, 18 January 2024
Καρούτζ̌ιν (το) |
---|
Ετυμολογία
από το «καρουκάς» και το Τουρκ. Karuk (μούδιασμα)
Σημασιολογία
το ατροφικό, ακίνητο και συμμαζεμένο σώμα, μετά από μακρά περίοδο ακινησίας
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις