Ποκαμάτισμα: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ποκαμάτισμα (το) |etymologia=από το «αποκάμνω» Ίσως και από το «ποκαματίζω» = κλείνο...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Ποκαμάτισμα  (το)
   |acronym=Ποκαμάτισμα  (το)
   |etymologia=από το «αποκάμνω» Ίσως και από το «ποκαματίζω» = κλείνουν τα μάτια μου από την νύστα. «Από» και «καμμώ» (κλείνω τα μάτια) δες  «καμμώ»
   |etymology_gr=από το «αποκάμνω» Ίσως και από το «ποκαματίζω» = κλείνουν τα μάτια μου από την νύστα. «Από» και «καμμώ» (κλείνω τα μάτια) δες  «καμμώ»
   |simasiologia= η εξάντληση
   |semantics_gr= η εξάντληση
   |proelefsi=
   |priority_gr=
}}
}}



Revision as of 16:09, 18 January 2024

Ποκαμάτισμα (το)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το «αποκάμνω» Ίσως και από το «ποκαματίζω» = κλείνουν τα μάτια μου από την νύστα. «Από» και «καμμώ» (κλείνω τα μάτια) δες «καμμώ»

Σημασιολογία

η εξάντληση

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις