Αγγελοσ̌ιάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αβάττα (η) |etymologia= |simasiologia= Φαγοπότι σε βάρος άλλου |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία==...')
 
μ (Greeklish variables name replaced)
 
(5 ενδιάμεσες εκδόσεις από 3 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Αβάττα (η)
   |acronym= Αγγελοσ̌ιάζω
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= Φαγοπότι σε βάρος άλλου
   |semantics= Σεληνιάζομαι, έχω επιληψία.
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Γραμμή 9: Γραμμή 9:


==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
Από το τούρκικο avanta (αθέμιτο όφελος)


Από το ιταλικό avanti (εμπρός)


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
Φαγοπότι σε βάρος αλλού
Σεληνιάζομαι, έχω επιληψία.


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
Δεν αγοράζει ποτέ τσιγάρα αλλά πάντα καπνίζει η "αβάττα".
Ανζ̌ελοσ̌ιάστηκεν ο Ττοουλής τζ̌αι είδεν το καλόν του», φρ. (δες «καλόν»). Και «αντζελόσ̌ιασμαν»= σεληνιασμός, επίσης και η κατάσταση του ετοιμοθάνατου, όταν «βλέπει τον άγγελο του θανάτου», δηλ. τον Χάρο.


==Μέρος του Λόγου==
==Μέρος του Λόγου==
Επίρρημα
Ρήμα


==Συγγενικές Λέξεις==
==Συγγενικές Λέξεις==
*Αβάττατζης
αντζ̌ελοσ̌ιάζω


==Συνώνυμα==
==Συνώνυμα==


==Πηγές==
==Πηγές==
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
*"Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).


[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]]
[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]]
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]]
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]]

Τελευταία αναθεώρηση της 15:35, 22 Ιανουαρίου 2024

Αγγελοσ̌ιάζω
Σημασιολογία Σεληνιάζομαι, έχω επιληψία.

Ετυμολογία

Σημασιολογία

Σεληνιάζομαι, έχω επιληψία.

Παραδείγματα

Ανζ̌ελοσ̌ιάστηκεν ο Ττοουλής τζ̌αι είδεν το καλόν του», φρ. (δες «καλόν»). Και «αντζελόσ̌ιασμαν»= σεληνιασμός, επίσης και η κατάσταση του ετοιμοθάνατου, όταν «βλέπει τον άγγελο του θανάτου», δηλ. τον Χάρο.

Μέρος του Λόγου

Ρήμα

Συγγενικές Λέξεις

αντζ̌ελοσ̌ιάζω

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).