Αμμέ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
(2 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Αμμέ (το) | |acronym= Αμμέ (το) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= μικρό αλλά αξιοπρόσεκτο πνευματικό ή σωματικό ελάττωμα, ψεγάδι. | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Γραμμή 33: | Γραμμή 33: | ||
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | *http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | ||
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | *"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | ||
*"Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337). | |||
[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]] | [[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]] | ||
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]] | [[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 15:35, 22 Ιανουαρίου 2024
Αμμέ (το) | |
---|---|
Σημασιολογία | μικρό αλλά αξιοπρόσεκτο πνευματικό ή σωματικό ελάττωμα, ψεγάδι. |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
μικρό αλλά αξιοπρόσεκτο πνευματικό ή σωματικό ελάττωμα, ψεγάδι.
Παραδείγματα
«Τούτος έσ̌ει αμμέ»
«Μεν κάμνεις έτσι, εννά σου μείνει αμμέ»
Λ.χ. σύσπαση μυών του προσώπου, γλωσσικό ελάττωμα (τραυλισμός), το ένα αυτί είναι μικρότερο από το άλλο κ.λπ.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).