Αναουλιατός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ (Greeklish variables name replaced)
 
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από τον ίδιο χρήστη δεν εμφανίζεται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Αναουλιατός (ο)
   |acronym= Αναουλιατός (ο)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= τάση προς εμετόν, ναυτία.
   |semantics= τάση προς εμετόν, ναυτία.
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Τελευταία αναθεώρηση της 15:36, 22 Ιανουαρίου 2024

Αναουλιατός (ο)
Σημασιολογία τάση προς εμετόν, ναυτία.

Ετυμολογία

Σημασιολογία

τάση προς εμετόν, ναυτία.

Παραδείγματα

«Εις μίαν κούππαν γεμάτην νερόν κρύον, βάλε ολίγον μαραθόσπορον και πίετο και παύει η αναγούλιασις», φρ. (Μητροφάνους Ιατροσοφικόν).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

αναούλα (η)

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).