Αστενισμένος: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
m (Greeklish variables name replaced)
m (Greeklish variables name replaced)
 
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Αστενισμένος  
   |acronym= Αστενισμένος  
   |etymology_gr=
   |etymology=
   |semantics_gr=  ο ασθενής, ο αδύναμος
   |semantics=  ο ασθενής, ο αδύναμος
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:37, 22 January 2024

Αστενισμένος
Σημασιολογία ο ασθενής, ο αδύναμος




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

ο ασθενής, ο αδύναμος

Σημασιολογία

Παραδείγματα

«Ο αφέντης Φραντζέζης ο οποίος πολομά άξια θαύματα εις τους αστενείς και εις πύρεξες». φρ. (Χρονικό Λεοντίου Μαχαιρά).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«αστενής» (ο)

Συνώνυμα

αστενεμένος

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).


Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις