Βερκολυϊσμένη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced) |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Βερκολυϊσμένη, (η) | |acronym= Βερκολυϊσμένη, (η) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= γυναίκα που έχει ευλύγιστο σώμα | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 15:38, 22 Ιανουαρίου 2024
Βερκολυϊσμένη, (η) | |
---|---|
Σημασιολογία | γυναίκα που έχει ευλύγιστο σώμα |
Ετυμολογία
από το «βέργα» + «λυγίζω».
Σημασιολογία
γυναίκα που έχει ευλύγιστο σώμα
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).