Βλότομος: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Βλότομος, (ο) | |acronym= Βλότομος, (ο) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics=το εργαλείο με το οποίο γίνεται η αφαίμαξη. | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Latest revision as of 15:38, 22 January 2024
Βλότομος, (ο) | |
---|---|
Σημασιολογία | το εργαλείο με το οποίο γίνεται η αφαίμαξη. |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το εργαλείο με το οποίο γίνεται η αφαίμαξη.
Παραδείγματα
- «Έμπηξεν μου τον βλότομον τζ̌' εν ένωσα»
- Επίσης και η καθαυτό αφαίμαξη («ο βλότομος έν πολλά ωφέλιμος»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος
Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις