Βυζοπόνημαν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced) |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Βυζοπόνημαν, (το) | |acronym= Βυζοπόνημαν, (το) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= μαστίτιδα, πόνος του μαστού | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 15:39, 22 Ιανουαρίου 2024
Βυζοπόνημαν, (το) | |
---|---|
Σημασιολογία | μαστίτιδα, πόνος του μαστού |
Ετυμολογία
από το «βυζίν »= βυζός (φουσκωμένος, γεμάτος), και «πόνος».
Σημασιολογία
μαστίτιδα, πόνος του μαστού
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
βυζόπονος, (ο)
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).