Γαρισούρα: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Γαρισούρα (η) | |acronym=Γαρισούρα (η) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= ασθένεια των ματιών με γαρύλλες (= τσίμπλες∙ δες λέξη γαρύλλα). | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
__TOC__ | __TOC__ |
Latest revision as of 15:39, 22 January 2024
Γαρισούρα (η) | |
---|---|
Σημασιολογία | ασθένεια των ματιών με γαρύλλες (= τσίμπλες∙ δες λέξη γαρύλλα). |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ασθένεια των ματιών με γαρύλλες (= τσίμπλες, Γαρύλλα).
Παραδείγματα
Μια θεραπεία ήταν με αγίασμα. Σε εκκλησάκι στο Μένοικο «...έχει λάκκον όπου πολομά μεγάλες ίασες εις γαρισούραν και εις τας πύρεξες» (Χρονικό Λεοντίου Μαχαιρά).
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις