Δρωπικία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Δρωπικία (η) |etymologia= |simasiologia=Ελεύθερο υγρό στην κοιλιά από πάθηση του συκωτιού,...')
 
μ (Greeklish variables name replaced)
 
(2 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Δρωπικία (η)
   |acronym= Δρωπικία (η)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia=Ελεύθερο υγρό στην κοιλιά από πάθηση του συκωτιού, καθώς και το πρήξιμο των άκρων. Πίστευαν ότι προέρχεται από ψυχικό πάθος. Ως θεραπεία, έμπαινε ο ασθενής σε ένα ζεστό φούρνο για να κάνει «σάουνα» κι έτσι να αποβάλει τα υγρά μέσω του ιδρώτα.
   |semantics=Ελεύθερο υγρό στην κοιλιά από πάθηση του συκωτιού, καθώς και το πρήξιμο των άκρων. Πίστευαν ότι προέρχεται από ψυχικό πάθος.  
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Γραμμή 12: Γραμμή 12:


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
Ελεύθερο υγρό στην κοιλιά από πάθηση του συκωτιού, καθώς και το πρήξιμο των άκρων. Πίστευαν ότι προέρχεται από ψυχικό πάθος. Ως θεραπεία, έμπαινε ο ασθενής σε ένα ζεστό φούρνο για να κάνει «σάουνα» κι έτσι να αποβάλει τα υγρά μέσω του ιδρώτα.
Ελεύθερο υγρό στην κοιλιά από πάθηση του συκωτιού, καθώς και το πρήξιμο των άκρων. Πίστευαν ότι προέρχεται από ψυχικό πάθος.  
 
==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
 
Ως θεραπεία, έμπαινε ο ασθενής σε ένα ζεστό φούρνο για να κάνει «σάουνα» κι έτσι να αποβάλει τα υγρά μέσω του ιδρώτα.


==Μέρος του Λόγου==
==Μέρος του Λόγου==
Γραμμή 23: Γραμμή 24:


==Συνώνυμα==
==Συνώνυμα==
*ασκίτης
*Ασκίτης
*υδρωπικία
*Υδρωπικία


==Πηγές==
==Πηγές==

Τελευταία αναθεώρηση της 09:40, 22 Ιανουαρίου 2024

Δρωπικία (η)
Σημασιολογία Ελεύθερο υγρό στην κοιλιά από πάθηση του συκωτιού, καθώς και το πρήξιμο των άκρων. Πίστευαν ότι προέρχεται από ψυχικό πάθος.

Ετυμολογία

Σημασιολογία

Ελεύθερο υγρό στην κοιλιά από πάθηση του συκωτιού, καθώς και το πρήξιμο των άκρων. Πίστευαν ότι προέρχεται από ψυχικό πάθος.

Παραδείγματα

Ως θεραπεία, έμπαινε ο ασθενής σε ένα ζεστό φούρνο για να κάνει «σάουνα» κι έτσι να αποβάλει τα υγρά μέσω του ιδρώτα.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

  • Ασκίτης
  • Υδρωπικία

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).