Ζαβράζος: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ζαβράζος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο λοξοπόδας, κυρίως για ζώα με λοξά πόδια, ώστε με...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Ζαβράζος (ο) | |acronym= Ζαβράζος (ο) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= ο λοξοπόδας, κυρίως για ζώα με λοξά πόδια, ώστε με το βάδισμα να κτυπούν μεταξύ τους τους, δες και [[Φακκοποδκιά]] | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Latest revision as of 15:41, 22 January 2024
Ζαβράζος (ο) | |
---|---|
Σημασιολογία | ο λοξοπόδας, κυρίως για ζώα με λοξά πόδια, ώστε με το βάδισμα να κτυπούν μεταξύ τους τους, δες και Φακκοποδκιά |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ο λοξοπόδας, κυρίως για ζώα με λοξά πόδια, ώστε με το βάδισμα να κτυπούν μεταξύ τους Φακκοποδκιά
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις