Καψίδιν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced) |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Καψίδιν (το) | |acronym=Καψίδιν (το) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= ασθένεια των ματιών, όταν τα μάτια φαίνοναι καυμένα | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 15:44, 22 Ιανουαρίου 2024
Καψίδιν (το) | |
---|---|
Σημασιολογία | ασθένεια των ματιών, όταν τα μάτια φαίνοναι καυμένα |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ασθένεια των ματιών, όταν τα μάτια φαίνοναι καυμένα
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Καψιδκιάρης = αυτός που έχει καψίδιν
Συνώνυμα
Καψίδκιασμαν
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).