Πόξυλος: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
m (Greeklish variables name replaced)
m (Greeklish variables name replaced)
 
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Πόξυλος (ο)
   |acronym= Πόξυλος (ο)
   |etymology_gr=από το «από+ξύλο» δηλ. σκληρός σαν το ξύλο και «ποξυλιανίσκω» = γίνομαι ξηρός σαν το ξύλο (από το κρύο)
   |etymology=από το «από+ξύλο» δηλ. σκληρός σαν το ξύλο και «ποξυλιανίσκω» = γίνομαι ξηρός σαν το ξύλο (από το κρύο)
   |semantics_gr= αυτός που έχει ακαμψία, είναι νεκρός. Επίσης και για τους μύες όταν πιαστούν και είναι δύσκολο να κινούνται.
   |semantics= αυτός που έχει ακαμψία, είναι νεκρός. Επίσης και για τους μύες όταν πιαστούν και είναι δύσκολο να κινούνται.
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:53, 22 January 2024

Πόξυλος (ο)
Ετυμολογία από το «από+ξύλο» δηλ. σκληρός σαν το ξύλο και «ποξυλιανίσκω» = γίνομαι ξηρός σαν το ξύλο (από το κρύο)
Σημασιολογία αυτός που έχει ακαμψία, είναι νεκρός. Επίσης και για τους μύες όταν πιαστούν και είναι δύσκολο να κινούνται.




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το «από+ξύλο» δηλ. σκληρός σαν το ξύλο και «ποξυλιανίσκω» = γίνομαι ξηρός σαν το ξύλο (από το κρύο)

Σημασιολογία

αυτός που έχει ακαμψία, είναι νεκρός. Επίσης και για τους μύες όταν πιαστούν και είναι δύσκολο να κινούνται.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις