Πώππεμαν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

μ
Greeklish variables name replaced
μ (Greeklish variables name replaced)
μ (Greeklish variables name replaced)
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Πώππεμαν  (το)
   |acronym=Πώππεμαν  (το)
   |etymology_gr=
   |etymology=
   |semantics_gr= όταν ο αρσενικός αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη σεξουαλική πράξη, λόγω κούρασης ή αδυναμίας
   |semantics= όταν ο αρσενικός αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη σεξουαλική πράξη, λόγω κούρασης ή αδυναμίας
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}


3.467

επεξεργασίες