Σαλιάρικον: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced) |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Σαλιάρικον (το) | |acronym=Σαλιάρικον (το) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics=το μωρό που τρέχουν συνεχώς τα σάλια του | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 15:55, 22 Ιανουαρίου 2024
Σαλιάρικον (το) | |
---|---|
Σημασιολογία | το μωρό που τρέχουν συνεχώς τα σάλια του |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το μωρό που τρέχουν συνεχώς τα σάλια του
Παραδείγματα
Σε ενήλικα, όταν τρέχουν τα σάλια του (σαλιάρη), θεραπεία ήταν να τον φιλήσει ένας μαύρος στο στόμα χωρίς προειδοποίηση.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).