Σκουλούτζ̌ιν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σκουλούτζ̌ιν(το) |etymologia= |simasiologia= το σκουλίκι |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Ση...')
 
μ (Greeklish variables name replaced)
 
(3 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Σκουλούτζ̌ιν(το)
   |acronym=Σκουλούτζ̌ιν(το)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= το σκουλίκι
   |semantics= το σκουλίκι
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Γραμμή 15: Γραμμή 15:


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
«Έχω το σκουλούτζ̌ιν», φρ. = έχω μια έντονη τάση προς δημιουργικότητα,  κάτι με τρώει και προσπαθώ να δημιουργήσω ή να καταφέρω κάτι. Επίσης και το σκωπτικό «σκουλούτζ̌ιν!» για κάποιο ο οποίος τρώει μεγάλες ποσότητες φαγητού χωρίς να παχαίνει.
*«Έχω το σκουλούτζ̌ιν», φρ. = έχω μια έντονη τάση προς δημιουργικότητα,  κάτι με τρώει και προσπαθώ να δημιουργήσω ή να καταφέρω κάτι
*Επίσης και το σκωπτικό «σκουλούτζ̌ιν!» για κάποιο ο οποίος τρώει μεγάλες ποσότητες φαγητού χωρίς να παχαίνει.


==Μέρος του Λόγου==
==Μέρος του Λόγου==

Τελευταία αναθεώρηση της 15:56, 22 Ιανουαρίου 2024

Σκουλούτζ̌ιν(το)
Σημασιολογία το σκουλίκι

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το σκουλίκι

Παραδείγματα

  • «Έχω το σκουλούτζ̌ιν», φρ. = έχω μια έντονη τάση προς δημιουργικότητα, κάτι με τρώει και προσπαθώ να δημιουργήσω ή να καταφέρω κάτι
  • Επίσης και το σκωπτικό «σκουλούτζ̌ιν!» για κάποιο ο οποίος τρώει μεγάλες ποσότητες φαγητού χωρίς να παχαίνει.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).