Σσωκουφισμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σσωκουφισμένος (ο) |etymologia=από το «έσω» + «κούφιος» |simasiologia= αυτός που η υγεία το...') |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από τον ίδιο χρήστη δεν εμφανίζεται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Σσωκουφισμένος (ο) | |acronym=Σσωκουφισμένος (ο) | ||
| | |etymology=από το «έσω» + «κούφιος» | ||
| | |semantics= αυτός που η υγεία του είναι κατεστραμμένη, κλονισμένη | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 15:57, 22 Ιανουαρίου 2024
Σσωκουφισμένος (ο) | |
---|---|
Ετυμολογία | από το «έσω» + «κούφιος» |
Σημασιολογία | αυτός που η υγεία του είναι κατεστραμμένη, κλονισμένη |
Ετυμολογία
από το «έσω» + «κούφιος»
Σημασιολογία
αυτός που η υγεία του είναι κατεστραμμένη, κλονισμένη
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).