Στενοκούρκουρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced)
μ (Greeklish variables name replaced)
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Στενοκούρκουρος (ο)
   |acronym=Στενοκούρκουρος (ο)
   |etymology_gr=
   |etymology=
   |semantics_gr= αυτός που έχει στενό λάρυγγα (και δυσκολεύεται να καταπίνει)
   |semantics= αυτός που έχει στενό λάρυγγα (και δυσκολεύεται να καταπίνει)
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}



Τελευταία αναθεώρηση της 15:57, 22 Ιανουαρίου 2024

Στενοκούρκουρος (ο)
Σημασιολογία αυτός που έχει στενό λάρυγγα (και δυσκολεύεται να καταπίνει)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αυτός που έχει στενό λάρυγγα (και δυσκολεύεται να καταπίνει)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).