Στρηνίν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced)
μ (Greeklish variables name replaced)
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Στρηνίν(το)
   |acronym=Στρηνίν(το)
   |etymology_gr= από το «στρήνος» = λαγνεία   
   |etymology= από το «στρήνος» = λαγνεία   
   |semantics_gr= η ορμή για συνουσία, ο σεξουαλικός πόθος
   |semantics= η ορμή για συνουσία, ο σεξουαλικός πόθος
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}



Τελευταία αναθεώρηση της 15:57, 22 Ιανουαρίου 2024

Στρηνίν(το)
Ετυμολογία από το «στρήνος» = λαγνεία
Σημασιολογία η ορμή για συνουσία, ο σεξουαλικός πόθος

Ετυμολογία

από το «στρήνος» = λαγνεία

Σημασιολογία

η ορμή για συνουσία, ο σεξουαλικός πόθος

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

στρηνιώ = έχω μεγάλη όρεξη για συνουσία

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).