Χόλλιασμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced) |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Χόλλιασμα (το) | |acronym=Χόλλιασμα (το) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= βάψιμο των (κάτω) φλεβάρων για προφύλαξη από οφθαλμία, και ως καλλυντικό. Οφθαλμικό φάρμακο. | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 16:02, 22 Ιανουαρίου 2024
Χόλλιασμα (το) | |
---|---|
Σημασιολογία | βάψιμο των (κάτω) φλεβάρων για προφύλαξη από οφθαλμία, και ως καλλυντικό. Οφθαλμικό φάρμακο. |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
βάψιμο των (κάτω) φλεβάρων για προφύλαξη από οφθαλμία, και ως καλλυντικό. Οφθαλμικό φάρμακο.
Παραδείγματα
- «Mάραθου ζωμόν και πέρδικος χολήν, ενώσας χόλιαζε τους οφθαλμούς» (Μητροφάνους Ιατροσοφικόν).
- «Βκάλλω χολλάν»= χολιάζω
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
χολλιαστήρα (η) = δοχείο στο οποίο έβαζαν τη χολλά
Συνώνυμα
Xολλά
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).