Απίδι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
==Ετυμολογία== | ==Ετυμολογία== | ||
απίδι > | απίδι > Από το ελληνιστικό ἀπίδιον, υποκοριστικό του ἄπιον | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== |
Αναθεώρηση της 13:52, 17 Σεπτεμβρίου 2014
Ετυμολογία
απίδι > Από το ελληνιστικό ἀπίδιον, υποκοριστικό του ἄπιον
Σημασιολογία
απίδι > ο καρπός της απιδιάς, ή κοινώς: αχλάδι
Παραδείγματα
- Άμαν τελειώνω το φαΐ αρέσκει μου πολλά να τρώω ένα απίδι.
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους ουδετέρου
Συγγενικές Λέξεις
- απιδιά
Συνώνυμα
- αχλάδι