Αβανιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
Από το ιταλικό avania (=ζημιά).
Από το ιταλικό avania (=ζημιά).
Από το τούρκικο avan (=δόλιος).
Από το τούρκικο avan (=δόλιος).
Από το αραβικό havan (=προσβολή).
Από το αραβικό havan (=προσβολή).



Αναθεώρηση της 11:22, 28 Νοεμβρίου 2014

Αβανιά

Ετυμολογία

Από το ιταλικό avania (=ζημιά).

Από το τούρκικο avan (=δόλιος).

Από το αραβικό havan (=προσβολή).

Σημασιολογία

Συκοφαντία

Παραδείγματα

Του έβγαλαν "αβανιά" ότι είναι χαρτοπαίκτης.

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους θηλυκού

Συγγενικές Λέξεις

Αβάνης, αβανιάρης

Συνώνυμα

Διαβολή, δυσφήμηση, κατηγορία, κακολογία, ρετσινιά, συκοφαντία

Πηγές

  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου