Αγγαστρώνω: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αγγαστρώνω |etymologia=ἐν- + γαστήρ |simasiologia= Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο |proelefsi=Μεσαι...') |
No edit summary |
||
Line 5: | Line 5: | ||
|proelefsi=Μεσαιωνική ελληνική | |proelefsi=Μεσαιωνική ελληνική | ||
}} | }} | ||
==Ετυμολογία== | ==Ετυμολογία== |
Revision as of 07:19, 26 November 2017
Αγγαστρώνω |
---|
Ετυμολογία
εγγαστρώνω < ελληνιστική κοινή ἐγγαστρόω < ἐν- + γαστήρ (γενική: γαστρ-ός)
Σημασιολογία
Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο.