Αιματούσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Άγειος (ο) |etymologia= |simasiologia= 'Ασπρο κατακάθι (ζούρα) που υπάρχει στα δόντια. |proelef...') |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= | |acronym= Αιματούσα (η) | ||
|etymologia= | |etymologia= | ||
|simasiologia= | |simasiologia= γυναίκα που έχει μεγάλη αιμορραγία κατά τη διάρκεια των εμμήνων της (μητρορραγία) | ||
|proelefsi= | |proelefsi= | ||
}} | }} | ||
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
γυναίκα που έχει μεγάλη αιμορραγία κατά τη διάρκεια των εμμήνων της (μητρορραγία) | |||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== |
Αναθεώρηση της 21:27, 1 Μαρτίου 2018
Αιματούσα (η) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
γυναίκα που έχει μεγάλη αιμορραγία κατά τη διάρκεια των εμμήνων της (μητρορραγία)
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου