Ακτιπαλής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ακτιπαλής (ο) |etymologia= |simasiologia= ο έφηβος (αρσενικός), όταν φθάσει σε ηλικία που μπ...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 18:36, 5 Μαρτίου 2018
Ακτιπαλής (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ο έφηβος (αρσενικός), όταν φθάσει σε ηλικία που μπορεί να γονιμοποιήσει.
Παραδείγματα
«Ακτιπάλιασεν τούτος αλώπως γιατί εβράχνιασεν η φωνή του».
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου