Αλαξικολία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλαξικολία (η) |etymologia= |simasiologia= η (παρά φύσιν) αμοιβαία σεξουαλική πράξη από πρ...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 18:42, 5 Μαρτίου 2018

Αλαξικολία (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

η (παρά φύσιν) αμοιβαία σεξουαλική πράξη από πρωκτό σε πρωκτό.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

αλλαξοκωλιά

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου