Αλοιμματάριν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλοιμματάριν (το) |etymologia= |simasiologia= ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγν...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 18:56, 5 Μαρτίου 2018

Αλοιμματάριν (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγνώστου περιεχομένου. 

Παραδείγματα

«Είχα πίζιλην τζ̌αι επήα στην χολιάστραν τζ̌αι έ[δ]ωκεμ μου αλοιμματάριν να βάλλω στα μμάθκια μου».

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου