Αμπλέπω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμπλέπω |etymologia= |simasiologia= βλέπω |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== από το αρχ. «εμβλέπ...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 21:31, 8 Μαρτίου 2018
Αμπλέπω |
---|
Ετυμολογία
από το αρχ. «εμβλέπω»
Σημασιολογία
βλέπω
Παραδείγματα
«Μπλέπει περίτου ο στραός που έναν μεθυσμένον», φρ. = Βλέπει καλύτερα ο τυφλός παρά ο μεθυσμένος, δηλ. ο τυφλός έχει ακόμα το μυαλό του και μπορεί να σκεφτεί σωστά, ενώ ο μεθυσμένος δεν έχει ούτε όραση ούτε σκέψη (Παύλος Λιασίδης).
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
μπλέπω
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου