Αναρκοδοντού: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναρκοδοντού (η) |etymologia= |simasiologia= γυναίκα με αραιά δόντια, μπορούσε να προκαλέσ...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 19:28, 15 Μαρτίου 2018
Αναρκοδοντού (η) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
γυναίκα με αραιά δόντια, μπορούσε να προκαλέσει και να θεραπεύσει αρρώστιες.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου