Ανημπορεύκουμαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανημπορεύκουμαι |etymologia= |simasiologia= γίνομαι σωματικά ανίκανος λόγω τυφλότητας,...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 19:43, 15 Μαρτίου 2018

Ανημπορεύκουμαι

Ετυμολογία

Από το «ανήμπορος» = σωματικά ανίκανος.

Σημασιολογία

γίνομαι σωματικά ανίκανος λόγω τυφλότητας, χωλότητας ή γήρατος.

Παραδείγματα

«Εγέρασα τζ̌αι ανημπορεύτηκα πκιον»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«ανημπορκά», η = η ασθένεια, αδυναμία.

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου