Αρτσ̌ιάτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αρτσ̌ιάτος (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει μεγάλους όρχεις, δηλ δυνατός. Το...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 19:49, 23 Μαρτίου 2018
Αρτσ̌ιάτος (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
αυτός που έχει μεγάλους όρχεις, δηλ δυνατός. Το αντίθετο του «ευνούχος».
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου