Αφφαλοκόβκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αφφαλοκόβκω |etymologia= |simasiologia= κόβω τον ομφάλιο λώρο στη διάρκεια της γέννας |pr...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 20:42, 23 Μαρτίου 2018

Αφφαλοκόβκω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

κόβω τον ομφάλιο λώρο στη διάρκεια της γέννας

Παραδείγματα

Το «αφφαλόκομμαν», μεταφορικά, είναι το δώρο ή η πληρωμή που δίνει η μητέρα του βρέφους, στη μαία (μαμμού).«Έ[δ]ωκεν της μία τουζίναν αφκά αφφαλόκομμαν», φρ. «Κακόν χρόνον να 'σ̌ει που σ' αφφαλόκοψεν» (δηλ. κατάρα στη η μαμμή που σου έκοψε τον ομφάλιο λώρο).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

αρφαλοκόβκω

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου