Βαρημένη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βαρημένη (η) |etymologia= |simasiologia= γυναίκα σε προχωρημένο στάδιο εγκυμνοσύνης |proelef...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 19:15, 26 Μαρτίου 2018
Βαρημένη (η) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
γυναίκα σε προχωρημένο στάδιο εγκυμνοσύνης
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
κατάβαρη
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου