Βασταερός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βασταερός, (o) |etymologia= |simasiologia= ο ανθεκτικός, ο δυνατός και υγιής |proelefsi= }} __TOC__ =...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 18:46, 29 Μαρτίου 2018
Βασταερός, (o) |
---|
Ετυμολογία
Από το «βαστώ» = κρατώ.
Σημασιολογία
ο ανθεκτικός, ο δυνατός και υγιής
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου