Βερκολυϊσμένη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βερκολυϊσμένη, (η) |etymologia= |simasiologia= γυναίκα που έχει ευλύγιστο σώμα |proelefsi= }} __T...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 18:58, 29 Μαρτίου 2018

Βερκολυϊσμένη, (η)

Ετυμολογία

από το «βέργα» + «λυγίζω».

Σημασιολογία

γυναίκα που έχει ευλύγιστο σώμα

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου