Βλασ̌ιάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βλασ̌ιάζω |etymologia= |simasiologia= φουσκώνω το πρόσωπο από ασθένεια, πρήσκωμαι. |proelefsi...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 19:14, 29 Μαρτίου 2018
Βλασ̌ιάζω |
---|
Ετυμολογία
Από το «βλασ̌ίν»= φλασκί.
Σημασιολογία
φουσκώνω το πρόσωπο από ασθένεια, πρήσκωμαι.
Παραδείγματα
«Μεν τζ̌οιμάσαι πολλά, εννά βλασ̌ιάσεις»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
«βλασ̌ιασμένος»= αυτός που έχει πλαδαρό φουσκωμένο πρόσωπο, με οίδημα.
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου