Βυζοπόνημαν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βυζοπόνημαν, (το) |etymologia= |simasiologia= μαστίτιδα, πόνος του μαστού |proelefsi= }} __TOC__ ==Ε...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 20:27, 1 Απριλίου 2018

Βυζοπόνημαν, (το)

Ετυμολογία

από το «βυζίν »= βυζός (φουσκωμένος, γεμάτος), και «πόνος».

Σημασιολογία

μαστίτιδα, πόνος του μαστού

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

βυζόπονος, (ο)

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου