Γαΐζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γαΐζω |etymologia= |simasiologia=βλέπω χωρίς δυσκολία |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== από το...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 19:04, 18 Απριλίου 2018
Γαΐζω |
---|
Ετυμολογία
από το αρχ. «δαΐζω»
Σημασιολογία
βλέπω χωρίς δυσκολία
Παραδείγματα
Κυρίως λέγεται στο αρνητικό «εν γαΐζω τίποτε, εστραώθηκα τέλεια».
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου