Γαννιασμένον: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Γαννιασμένον (το) |etymologia= |simasiologia=το μωρό που δεν αναπτύσσεται κανονικά, το ατρ...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 19:10, 18 Απριλίου 2018
Γαννιασμένον (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το μωρό που δεν αναπτύσσεται κανονικά, το ατροφικό, αδύναμο.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου