Γεμπυάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γεμπυάζω |etymologia= |simasiologia=γεμίζω με πύον |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασι...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 19:26, 18 Απριλίου 2018
Γεμπυάζω |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
γεμίζω με πύον
Παραδείγματα
Και «γεμπυασμένος» αυτός που έχει πύο. «Εμπέηκεν μου η αγκάθθα τζ̌' εγεμπυάστηκε το σ̌έρι μου»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου